Η ανεπάρκεια τραχήλου της μήτρας (ή τραχηλική ανεπάρκεια) είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο τράχηλος της μήτρας δεν μπορεί να παραμείνει κλειστός και ισχυρός κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα να ανοίγει ή να χαλαρώνει πρόωρα, ενδέχεται να προκαλέσει αποβολή ή πρόωρο τοκετό. Συνήθως, η τραχηλική ανεπάρκεια εμφανίζεται κατά το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.
Η τραχηλική ανεπάρκεια μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως:
Προηγούμενοι τοκετοί με τραχηλική ανεπάρκεια.
Υποκείμενα ιατρικά προβλήματα, όπως χειρουργική επέμβαση στον τράχηλο.
Λοιμώξεις του τραχήλου ή άλλες παθολογίες.
Ανωμαλίες στη δομή του τραχήλου ή της μήτρας.
Απώλεια του πλακούντα ή του αμνιακού υγρού.
Πόνοι χαμηλά στην κοιλιά ή έντονη πίεση.
Αιμορραγία ή αύξηση της απόρριψης από τον κόλπο.
Η διάγνωση της τραχηλικής ανεπάρκειας γίνεται συνήθως με υπερηχογραφία ή με ενδοκολπική εξέταση του τραχήλου για να μετρηθεί το μήκος του τραχήλου και να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποια πρόωρη αραίωση ή διαστολή.
Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει:
Επιπλέον στήριξη του τραχήλου: Στην περίπτωση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται μία διαδικασία που ονομάζεται "συρραφή τραχήλου" ή "σφιγκτήρας τραχήλου", όπου ο τράχηλος ενισχύεται για να μειωθεί ο κίνδυνος αποβολής ή πρόωρου τοκετού.
Ανάπαυση και παρακολούθηση: Οι γυναίκες με τραχηλική ανεπάρκεια συχνά χρειάζονται στενή παρακολούθηση και περιορισμένη σωματική δραστηριότητα.
Φάρμακα: Σπανιότερα, μπορεί να συνταγογραφηθούν φάρμακα για να μειώσουν τη συστολή της μήτρας.
Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή παρακολούθηση είναι σημαντικές για την πρόληψη επιπλοκών και την καλύτερη διαχείριση αυτής της κατάστασης.