Το ουρεόπλασμα είναι ένα μικρό βακτήριο που ανήκει στην οικογένεια των Mycoplasmataceae και το οποίο μπορεί να προκαλέσει διάφορες λοιμώξεις στο ανθρώπινο αναπαραγωγικό σύστημα, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες. Στην περίπτωση των γυναικών, το ουρεόπλασμα μπορεί να προκαλέσει λοιμώξεις στο ουροποιητικό σύστημα και στα γεννητικά όργανα, όπως η ουρηθρίτιδα, η κολπίτιδα, η ενδομητρίτιδα και η πυελική φλεγμονώδης νόσος (PID).
Το ουρεόπλασμα είναι ένα βακτήριο που συνήθως ζει στο ανθρώπινο ουρογεννητικό σύστημα, χωρίς να προκαλεί προβλήματα σε όλες τις περιπτώσεις. Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι του ουρεοπλάσματος που συνδέονται με ανθρώπινες λοιμώξεις:
Ureaplasma urealyticum
Ureaplasma parvum
Αυτά τα βακτήρια δεν έχουν κυτταρική τοιχοειδή, γεγονός που τα καθιστά πολύ μικρά και δύσκολα ανιχνεύσιμα. Είναι επίσης ανθεκτικά στα αντιβιοτικά που στοχεύουν στην κυτταρική τοιχώματα των βακτηρίων, όπως τα β-λακταμικά αντιβιοτικά (π.χ., πενικιλίνη).
Το ουρεόπλασμα μεταδίδεται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής, αλλά μπορεί επίσης να μεταδοθεί από τη μητέρα στο νεογνό κατά τον τοκετό, προκαλώντας λοιμώξεις στο αναπνευστικό ή στο ουροποιητικό σύστημα του βρέφους.
Το ουρεόπλασμα μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ σε άλλες μπορεί να παραμείνει ασυμπτωματικό. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν:
Σε γυναίκες:
Πόνος ή αίσθημα καύσου κατά την ούρηση: Το ουρεόπλασμα μπορεί να προκαλέσει ουρηθρίτιδα, με συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της κυστίτιδας.
Αλλαγές στην κολπική εκκένωση: Συνήθως, μια υδαρής ή κίτρινη εκκένωση από τον κόλπο.
Πόνος ή δυσφορία κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής: Λόγω της φλεγμονής στα γεννητικά όργανα.
Πόνος στην κάτω κοιλιακή χώρα ή στην περιοχή της πυέλου: Μπορεί να είναι ενδεικτικό φλεγμονής των οργάνων της πυέλου, όπως η ενδομητρίτιδα ή η πυελική φλεγμονώδης νόσος (PID).
Σε άνδρες:
Πόνος ή αίσθημα καύσου κατά την ούρηση.
Αλλαγές στη ροή του σπέρματος ή απόρριψη από την ουρήθρα.
Πόνος στην περιοχή των γεννητικών οργάνων ή στην κοιλιακή χώρα.
Σε αρκετές περιπτώσεις, το ουρεόπλασμα μπορεί να μην προκαλέσει έντονα συμπτώματα και να ανιχνευθεί μόνο μέσω εξετάσεων όταν υπάρχει υποψία λοίμωξης.
Η παρουσία του ουρεοπλάσματος, εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές στην αναπαραγωγική υγεία της γυναίκας:
Πυελική Φλεγμονώδης Νόσος (PID): Η λοίμωξη μπορεί να εξαπλωθεί από τον κόλπο και τη μήτρα στους σάλπιγγες και τις ωοθήκες, προκαλώντας φλεγμονή και πιθανά σοβαρές επιπλοκές, όπως η υπογονιμότητα.
Αυξημένος κίνδυνος αποβολών: Η λοίμωξη από το ουρεόπλασμα μπορεί να συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο αποβολής ή πρόωρου τοκετού, ειδικά εάν η λοίμωξη συμβαίνει κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ενδομητρίτιδα: Φλεγμονή του ενδομητρίου (το εσωτερικό στρώμα της μήτρας), η οποία μπορεί να επηρεάσει την γονιμότητα.
Λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος: Ειδικά στην περιοχή της ουρήθρας, της κύστης ή της νεφρικής περιοχής.
Η διάγνωση του ουρεόπλασματος γίνεται συνήθως μέσω εργαστηριακών εξετάσεων, οι οποίες περιλαμβάνουν:
Κολπικό επίχρισμα ή δείγμα από τον τράχηλο της μήτρας: Η λήψη δείγματος από τον κόλπο ή τον τράχηλο για καλλιέργεια ή PCR (αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης) μπορεί να ανιχνεύσει την παρουσία του ουρεόπλασματος.
Ανάλυση ούρων: Στην περίπτωση των συμπτωμάτων από το ουροποιητικό σύστημα, μπορεί να ληφθεί δείγμα ούρων για ανίχνευση του βακτηρίου.
Αιματολογικές εξετάσεις: Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να γίνει ανάλυση αίματος για την ανίχνευση αντισωμάτων κατά του ουρεόπλασματος.
Η θεραπεία της λοίμωξης από ουρεόπλασμα περιλαμβάνει τη χρήση αντιβιοτικών. Τα πιο κοινά αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του ουρεόπλασματος είναι:
Αζιθρομυκίνη ή δοξυκυκλίνη: Χρησιμοποιούνται συχνά για την θεραπεία της λοίμωξης από ουρεόπλασμα.
Μακρολίδες ή Τετρακυκλίνες: Εάν η λοίμωξη είναι ανθεκτική σε άλλα αντιβιοτικά, ο γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει διαφορετικά φάρμακα.
Αντιβιοτικά για τη θεραπεία σεξουαλικών συντρόφων: Εφόσον το ουρεόπλασμα μεταδίδεται σεξουαλικά, είναι σημαντικό και ο σεξουαλικός σύντροφος να λάβει θεραπεία για να αποφευχθεί η επαναμόλυνση.
Η ολοκλήρωση της θεραπείας με αντιβιοτικά είναι κρίσιμη, καθώς το ουρεόπλασμα μπορεί να είναι ανθεκτικό σε κάποιες περιπτώσεις, και η λοίμωξη μπορεί να επανέλθει αν δεν ολοκληρωθεί η θεραπεία.
Η πρόληψη της λοίμωξης από ουρεόπλασμα περιλαμβάνει:
Χρήση προφυλακτικών κατά τη σεξουαλική επαφή: Τα προφυλακτικά μειώνουν τον κίνδυνο μετάδοσης του ουρεόπλασματος και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων.
Τακτική ιατρική παρακολούθηση: Εάν μια γυναίκα έχει ιστορικό ουρολογικών ή γυναικολογικών λοιμώξεων, είναι σημαντικό να παρακολουθείται τακτικά από τον γυναικολόγο.
Σωστή υγιεινή: Η καλή υγιεινή της περιοχής των γεννητικών οργάνων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο λοιμώξεων.
Το ουρεόπλασμα είναι ένα βακτήριο που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις του αναπαραγωγικού και του ουροποιητικού συστήματος στις γυναίκες. Αν και σε πολλές περιπτώσεις παραμένει ασυμπτωματικό, η σωστή διάγνωση και θεραπεία είναι κρίσιμη για την αποφυγή επιπλοκών, όπως η υπογονιμότητα ή η πυελική φλεγμονώδης νόσος. Αν αντιμετωπιστεί σωστά με αντιβιοτικά, η λοίμωξη συνήθως θεραπεύεται πλήρως.