Η υπογονιμότητα είναι η αδυναμία σύλληψης ενός παιδιού μετά από ένα χρόνο (ή περισσότερο) σεξουαλικών επαφών χωρίς αντισύλληψη. Επειδή η γονιμότητα στις γυναίκες μειώνεται σταθερά με την ηλικία, ορισμένοι επαγγελματίες υγείας θεωρούν ότι για γυναίκες ηλικίας 35 ετών και άνω υπάρχει πρόβλημα υπογονιμότητας μετά από 6 μήνες σεξουαλικής επαφής χωρίς αποτέλεσμα.
Η υπογονιμότητα μπορεί να είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. Η πρωτογενής υπογονιμότητα είναι όταν η εγκυμοσύνη δεν έχει επιτευχθεί ποτέ από ένα άτομο και η δευτερογενής είναι όταν έχει επιτευχθεί τουλάχιστον μία προηγούμενη εγκυμοσύνη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το 2015, περίπου το 9% όλων των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών αντιμετώπιζε πρόβλημα υπογονιμότητας παγκοσμίως. Η ανδρική υπογονιμότητα ευθύνεται για το 20-30% των περιπτώσεων, η γυναικεία υπογονιμότητα ευθύνεται για το 20-35% και το 25-40% προέρχεται από συνδυασμένα προβλήματα και από τα δύο μέρη. Σε 10-20% των περιπτώσεων είναι άγνωστη η αιτία. Η γυναικεία υπογονιμότητα οφείλεται κυρίως στις ανωμαλίες των ωοθηκών, της μήτρας, των σαλπίγγων και του ενδοκρινικού συστήματος. Η ανδρική υπογονιμότητα οφείλεται κυρίως στο πρόβλημα εκσπερμάτησης, στην απουσία ή χαμηλά επίπεδα σπέρματος ή στο ανώμαλο σχήμα (μορφολογία) και κίνηση (κινητικότητα) του σπέρματος.
Η αντιμετώπιση προβλημάτων υπογονιμότητας περιλαμβάνει την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία.